- φρούριο
- 1) cytadela (f) rzecz.2) forteca (f) rzecz.3) twierdza (f) rzecz.4) warownia (f) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
φρούριο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τρανοβάλτου. * * * το / φρούριον, ΝΜΑ, και φρουρεῑον Μ, και φρώριον Α [φρουρός] 1. οχυρό συγκρότημα εγκαταστάσεων για την προστασία ενός τόπου από εχθρική επίθεση,… … Dictionary of Greek
φρούριο — το θέση οχυρωμένη με μόνιμα έργα για προστασία ενός τόπου, από όπου οι φρουροί αποκρούουν τις εχθρικές επιθέσεις, οχυρό, κάστρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγγέλου αγίου, φρούριο — (Castello San Angelo).Μεταγενέστερη ονομασία του μαυσωλείου του Αδριανού. Το μαυσωλείο ανεγέρθηκε στη Ρώμη από τον αυτοκράτορα και αποπερατώθηκε το 139 μ.Χ. από τον Αντωνίνο τον Ευσεβή. Βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Τίβερη και χρησιμοποιήθηκε ως… … Dictionary of Greek
Ιτζεντίν ή Ιτζεδίν — Φρούριο της Κρήτης στον νομό Χανίων. Βρίσκεται στο ψηλό και απόκρημνο ακρωτήριο Καλάμι, κοντά στην αρχαία πόλη Άπτερα και απέναντι από το μικρό νησί της Σούδας. Χτίστηκε περίπου το 1870 από τον πρίγκιπα Ιτζεντίν, πρωτότοκο γιο του σουλτάνου… … Dictionary of Greek
Παλατίολον — Φρούριο του βυζαντινού θέματος του Ιλλυρικού, στη δεξιά όχθη του Δούναβη, απέναντι από το φρούριο της Συκίβιδας, που το ανακαίνισε ο Ιουστινιανός. Το φρούριο αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναχαίτηση των επιδρομών εναντίον του βυζαντινού… … Dictionary of Greek
Άκβας — Φρούριο της βυζαντινής εποχής, στη Μεσοποταμία, χτισμένο στις όχθες του ποταμού Νυμφίου, παραποτάμου του Τίγρη. Αναφέρεται και ως Ακβάς. Ήταν απόρθητο οχυρό, γιατί είχε χτιστεί επάνω σε απότομους βράχους και η μοναδική δίοδος προς το φρούριο… … Dictionary of Greek
Κάριον — Φρούριο και αρχαία ιωνική πόλη στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγαν το 304 π.Χ. οι δημοκρατικοί της Πριήνης … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ηράκλειο — I Πόλη (υψόμ. 33 μ., 133.012 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα παράλια του Κρητικού πελάγους. Είναι πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου (137.711 κάτ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Αγία Ειρήνη (υψόμ. 150 μ., 659 κάτ.),… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek